- δύσχρηστος
- δύσχρηστοςhard to usemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσχρηστος — η, ο (Α δύσχρηστος, ον) 1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση 2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται νεοελλ. αυτός τού οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες αρχ. αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί … Dictionary of Greek
δύσχρηστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται: Τα ογκώδη βιβλία είναι δύσχρηστα. 2. σπάνιος: Χρησιμοποιεί δύσχρηστους όρους στο λόγο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσχρηστότερον — δύσχρηστος hard to use adverbial comp δύσχρηστος hard to use masc acc comp sg δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχρήστως — δύσχρηστος hard to use adverbial δύσχρηστος hard to use masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσχρηστον — δύσχρηστος hard to use masc/fem acc sg δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχρηστοτάτους — δύσχρηστος hard to use masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχρηστότερα — δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχρηστότεροι — δύσχρηστος hard to use masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχρηστότερος — δύσχρηστος hard to use masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχρήστοις — δύσχρηστος hard to use masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)